- χαβιά
- η, και χαβί, το, Ν1. βρόχος που μπαίνει στην κάτω σιαγόνα αλόγου ή άλλου υποζυγίου ως χαλινός ή για τιθάσευση τού ζώου2. η στομίδα, το μεταλλικό εξάρτημα τού χαλινού που εισάγεται στο στόμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάβος «χαλινάρι, φίμωτρο» + κατάλ. –ιά (πρβλ. τσεκουρ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.