χαβιά

χαβιά
η, και χαβί, το, Ν
1. βρόχος που μπαίνει στην κάτω σιαγόνα αλόγου ή άλλου υποζυγίου ως χαλινός ή για τιθάσευση τού ζώου
2. η στομίδα, το μεταλλικό εξάρτημα τού χαλινού που εισάγεται στο στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάβος «χαλινάρι, φίμωτρο» + κατάλ. –ιά (πρβλ. τσεκουρ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καπίστρι — το (AM καπίστριον) είδος χαλινού υποζυγίων χωρίς χαβιά, η φορβειά νεοελλ. φρ. 1. «έβαλε καπίστρι» παντρεύτηκε 2. «τόν σέρνει από το καπίστρι» τού έχει επιβληθεί τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπίστριον είναι υποκορ. ενός αμάρτυρου τ. κάπιστρον (< λατ …   Dictionary of Greek

  • χαβί — το, Ν βλ. χαβιά …   Dictionary of Greek

  • χαλινωτήρας — ο, Ν η στομίδα, το ενστόμισμα τού χαλινού, η χαβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινώνω + κατάλ. τήρας*. Η λ., στον λόγιο τ. χαλινωτήρ, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”